- ανώμαλος
- -η, -ο (Α ἀνώμαλος, -ον)1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς κανόνεςνεοελλ.(για πρόσωπα) αυτός που παρουσιάζει αφύσικη σεξουαλική συμπεριφοράαρχ.(για πρόσωπα) ασταθής, ασυνεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ομαλός. Το -ω- (ανώμαλος) από έκταση του φωνήεντος λόγω σύνθεσης].
Dictionary of Greek. 2013.